- αντιφυματικός
- -ή, -όο κατάλληλος για πρόληψη ή θεραπεία της φυματίωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιφυματικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τη φυματίωση: Βρέθηκε ένα πιο αποτελεσματικό αντιφυματικό φάρμακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)